καταλευκαίνει

καταλευκαίνει
κατά-λευκαίνω
make white
pres ind mp 2nd sg
κατά-λευκαίνω
make white
pres ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • καταλευκαίνω — καταλεύκανα, καταλευκάνθηκα, καταλευκασμένος, κάνω κάτι κατάλευκο: Η σκόνη αυτή καταλευκαίνει τα ρούχα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”